Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Μισό ποτό*





Νομίζω πως όσο περισσότερο καπνίζω, τόσο μεγαλώνουν τα σύννεφα στον Υμηττό.


(τα σύννεφα καπνίζονται κι αυτά, κάνε χώρο στα πνευμόνια σου)


Μου έχουν μείνει μονάχα τέσσερα τσιγάρα και φοβάμαι μήπως

δεν προλάβω να γεμίσω όλη την Αθήνα.


(ο ουρανός είναι γεμάτος σύννεφα κι έτσι θα παραμείνει, μην αγχώνεσαι)


Δεν γίνεται να αντέξω αν δε βρέξει. Είναι το είδος παρεμβολής που αποζητώ.


(κλαίμε με το που χάνεται ο ήλιος κατά βάθος)


Σχεδόν δεν θέλω να βλέπω. να ακούω. να τίποτα.


( μη λες τα πάντα σε μια πρόταση, κάνε πιο 'κει την ουτοπία)


Να εξατμιστώ και ύστερα να είμαι ένα σύννεφο πάνω από τον Υμηττό

που κάποιος νομίζει ότι το δημιουργεί καπνίζοντας.


(καπνός από τζάκι ενός ερωτευμένου ζευγαριού έστω)

Όταν ζεις μόνος σου έχεις τον χώρο και τον χρόνο να κάνεις φανταχτερές σκέψεις.


( η στάχτη της μοναξιάς )


Να φανταστείς τις μεταπτώσεις του αύριο με άλλο τρόπο.


( λουκέτο στα αστυνομικά τμήματα)


Να αναλύσεις το ακατανόητο με ηρεμία τρώγοντας κηρομπογιές.


(γαλήνη να την βαφτίσουμε)


Μα όταν ζεις μόνος σου μπορεί και να πεθάνεις γιατί απλά στραβοκατάπιες το σάλιο σου.


(σταμάτα θα με πνίξεις)

Πάω να μεγαλώσω τα σύννεφα.


( Ναι. Άλλο ένα θα το πιούμε)





*μια φανταστική συζήτηση με τον άγνωστο @domianos ακούγοντας http://www.mixcloud.com/domianos/στις-4πμ-μαθαίνω-λέξεις-που-με-ξέραν/

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Στη στάση



Στη στάση του λεωφορείου, κάθε πρωί, τα ίδια σχεδόν άτομα.
Περιμένουν τα ίδια σχεδόν λεωφορεία,
 κάνοντας τις ίδιες σχεδόν συζητήσεις, 
με πάνω κάτω τα ίδια τηλεοπτικά ερεθίσματα.
Χθες τα αδικοχαμένα παιδιά, αύριο η μπάλα.
Προχθές η εγκληματική οργάνωση, μεθαύριο η τρομοκρατική.
Μα πάντα σιωπηλοί την ώρα που ακούγεται η καμπάνα.
- τι άθλια χορογραφία αποτελούν, όταν σταυροκοπιούνται -

Σήμερα βέβαια τους τα χάλασε ο φίλος,
που βγήκε απ΄την πλατεία και στάθηκε μπροστά τους, 
χωρίς κανέναν και τίποτα να περιμένει.
Αναρωτήθηκε γιατί είναι τόσο σιωπηλοί.
Χάιδεψε το πρόσωπό του για να νιώσει.
Τον είδα εγώ που πήγε να ρωτήσει τα γερόντια,
την είδα εγώ, την επιφυλακτική ματιά τους.
'' Έχετε μήπως'' - το μετάνιωσε.
Τον θλίβει τόσα χρόνια ο ευγενής πληθυντικός χωρίς αντίκρυσμα.
''Μήπως έχεις κοπελιά ένα τσιγάρο'' - δεν μετάνιωσε.
Πόση χαρά του δίνει το γυναικείο χαμόγελο κι ας μένει συνήθως άκαπνος.

Τράβηξε πέρα με το κεφάλι σκυφτό.
Ποτέ από ντροπή, μα πάντα γιατί ξέρει
πως όταν ανάβεις σε στάση ένα τσιγάρο,
στη δεύτερη τζούρα θα φανεί το λεωφορείο.
Την πατούσε κι αυτός έτσι κάποτε.
Ωπ!
Έσκυψε και το μάζεψε νιώθοντας τυχερός,
- για το χαμόγελο που πήρε πιο πολύ -
τράβηξε κάθετα τη λεωφόρο 
κι εγώ φρενάρισα τ' αμάξια με τη σκέψη.

''Θα τον πατήσει κανένας και θα τον τρέχουνε τον άνθρωπο, για το τίποτα''
Και όπου -άνθρωπος- όχι αυτός. Και όπου -τίποτα- αυτός.









Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

παντού σύνορα



Στην αγκαλιά σου, μια καινούρια ζωή γλίστρησε.
Ένιωσε το υγρό σου σμάλτο στην πλάτη.
Σου χάρισε το πρώτο της κλάμα, ως δώρο.

Στην αγκαλιά σου, ένας ποιητής άφησε την τελευταία του πνοή.
Ένιωσε να του καίει το κρανίο, το πολυκαιρισμένο σου οξύ.
Σου χάρισε λίγη από τη λάμψη του και έφυγε.

Έτσι κι εμείς - μπανιέρα- σε κατουράμε και σε χύνουμε,
ως άλλο ένα σιχαμένο σύνορο, μεταξύ ζωής και θανάτου.